ντισκοτέκ

ντισκοτέκ
η
άκλ.
1. δισκοθήκη
2. μουσικοχορευτικό κέντρο, κέντρο όπου ακούει κανείς δίσκους μουσικής και χορεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. discotheque < δίσκος + θήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντισκοτέκ — η (λ. αγγλ.), χώρος στον οποίο μπορεί κανείς ν’ ακούσει μουσική και να χορέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντίσκο — η μουσ. 1. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής 2. ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού γαλλ. discotheque (βλ. λ. ντισκοτέκ)] …   Dictionary of Greek

  • ντισκτζόκεϋ — ο, η αυτός που επιλέγει δίσκους σε ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. disc jockey] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”